Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τριών ειδών κίνητρα για να επεκταθούν στο εξωτερικό. Διακρίνονται σε:
Η τελευταία αυτή κατηγορία κινήτρων αφορά τόσο την Ελλάδα (home country) όσο και τις χώρες που πρόκειται να δεχθούν τις επενδύσεις των ελληνικών εταιρειών σε αυτές.
Τα ειδικά κίνητρα επιχείρησης (firm specific motives) έχουν αναπτυχθεί από τους Hood και Young (1979), Dunning και άλλους μελετητές. Η λογική πίσω από τα κίνητρα αυτά είναι ότι μια επιχείρηση όταν επεκτείνει τη δραστηριότητά της στο εξωτερικό, έχει να αντιμετωπίσει υψηλότερα κόστη, απ’ ό,τι όταν δραστηριοποιείται στο εσωτερικό της χώρας.
Έτσι όταν μια ελληνική επιχείρηση δραστηριοποιείται στην Αλβανία έχει να αντιμετωπίσει το κόστος της διαφορετικής γλώσσας, διαφορετικού νομικού πλαισίου, διαφορετικής νοοτροπίας κλπ. Για να αντιμετωπίσει αυτά τα κόστη (τα οποία δεν αντιμετωπίζουν οι αλβανικές επιχειρήσεις) η ξένη επιχείρηση πρέπει να έχει ορισμένα πλεονεκτήματα τα οποία δεν έχουν οι τοπικές επιχειρήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν πλεονεκτήματα όπως καλύτερο management, ευκολότερη πρόσβαση σε διεθνείς αγορές απ’ ότι οι αλβανικές επιχειρήσεις, πρόσβαση σε φτηνότερο χρηματικό κεφάλαιο κτλ. Όλα αυτά αποτελούν κίνητρα (motives) για την ελληνική επιχείρηση να επεκτείνει τη δραστηριότητά της στην Αλβανία. Το όφελος από τα πλεονεκτήματα αυτά πρέπει να εξουδετερώνει το κόστος λειτουργίας στο εξωτερικό.
Η δεύτερη κατηγορία κινήτρων, τα στρατηγικά κίνητρα (strategic motives) περιλαμβάνουν: Το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης (first mover advantage), δηλαδή μια ελληνική επιχείρηση εισέρχεται στην ξένη αγορά για να την κατακτήσει πριν από ξένους ή άλλους έλληνες ανταγωνιστές. Ένα δεύτερο κίνητρο είναι η επίτευξη αρχηγικού κόστους (cost leadership). Η ιδέα αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή με ένα απλό παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι μια ελληνική επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας θέλει να αποκτήσει αρχηγία κόστους (cost leadership) στην ελληνική αγορά, δηλαδή θέλει να μειώσει το κόστος της σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει το χαμηλότερο κόστος παραγωγής από κάθε άλλη επιχείρηση του κλάδου, άρα να γίνει ηγέτης (leader). Η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι δυνατή στην Ελλάδα λόγω υψηλού εργατικού κόστους. Έτσι, η επιχείρηση παράγει στην Αλβανία η οποία έχει έως και δώδεκα φορές χαμηλότερο κόστος σε σχέση με την Ελλάδα. Έτσι επενδύοντας στο εξωτερικό η επιχείρηση αποκτά αρχηγία κόστους στο εσωτερικό.
Τα ειδικά κίνητρα χώρας (country specific motives) αναφέρονται σε παράγοντες που έχουν τόσο η Ελλάδα (home country) όσο και οι χώρες που πρόκειται να δεχθούν τις επενδύσεις των ελληνικών εταιρειών (π.χ. Αλβανία). Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι οι παράγοντες συντελεστών στην Αλβανία (π.χ. φτηνό εργατικό δυναμικό), παράγοντες ζήτησης στην Αλβανία (π.χ. η αγορά μπορεί να απορροφήσει ένα ελληνικό προϊόν χαμηλής ποιότητας το οποίο δε γίνεται δεκτό από τους έλληνες καταναλωτές), εμπόδια εμπορίου (π.χ. αν η Αλβανία επιβάλει ποσοστώσεις στις ελληνικές εισαγωγές, τότε η ελληνική επιχείρηση επενδύει στο εσωτερικό της χώρας δημιουργώντας μια μονάδα παραγωγής και έτσι αποφεύγει ποσοστώσεις ή φόρους).
Ενώ οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν στην βιώσιµη ανάπτυξη µιας χώρας (η ύπαρξη και ανάπτυξη φυσικών πόρων και κεφαλαίου, η καινοτοµία, η εξειδίκευση της εργασίας και οι θεσµοί) δεν έχουν µεταβληθεί διαχρονικά, αυτό που αλλάζει µέσα από τη διαδικασία της παγκοσµιοποίησης είναι:
Αυτά τα κριτήρια μπορούν να αποτελέσουν µία νέα πηγή ανάπτυξης και αυτό αποτελεί µία πρόκληση για όλες τις χώρες, αλλά και για την ίδια την Ελλάδα. Προκειµένου να αναπτυχθούµε ως χώρα θα πρέπει να κάνουµε τα προϊόντα µας και τις υπηρεσίες µας περισσότερο ανταγωνιστικά ώστε να προτιµούνται από τους διεθνείς καταναλωτές, αλλά και η Ελλάδα να επιλέγεται από τους διεθνείς επενδυτές ως χώρα ανάπτυξης επιχειρηµατικότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των υπηρεσιών μας αποτελεί δυναμική επέκταση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια (τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία), οι οποίες ελέγχουν σε ορισμένα κράτη μεταξύ του 20% και του 70% του τραπεζικού συστήματος, όχι μόνο καθιστά τις ίδιες τις τράπεζες ισχυρότερες αλλά και κτίζει γέφυρες που θα ανοίξουν το δρόμο για άλλες ελληνικές επιχειρήσεις, σε μια περιφέρεια με την οποία ιστορικά είχαμε στενούς δεσμούς προς όφελος όλων των λαών.
Από τη μία οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και από την άλλη θα πρέπει να ενισχύσουμε την επιχειρηµατικότητα ανοίγοντας την πόρτα και στους ξένους επενδυτές ή µεταφέροντας επιχειρηµατικές δραστηριότητες χαµηλότερης προστιθέµενης αξίας στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό η δυνατότητα διασύνδεσης µας µε τις διεθνείς αγορές είναι καθοριστική για το επίπεδο ανάπτυξης.
Η ελληνική οικονοµία χαρακτηρίστηκε στο παρελθόν και σε ένα βαθµό µέχρι σήµερα από µία εσωστρέφεια. Η γεωγραφική θέση της χώρας έτεινε, ειδικά στο παρελθόν, να αυξήσει το κόστος µεταφοράς. Η σηµασία του παράγοντα αυτού έχει αποδυναµωθεί σήµερα σε ένα βαθµό µε την αναδιάρθρωση των εξαγωγών και την ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα σε έργα υποδοµών στις µεταφορές. Άλλοι παράγοντες που έτειναν στην εσωστρέφεια είναι χαµηλή παραγωγικότητα εργασίας, η έλλειψη ενσωµάτωσης νέων τεχνολογιών στα ελληνικά προϊόντα, διαρθρωτικά προβλήµατα στην αγορά εργασίας, προϊόντος και κεφαλαίου, το χαµηλό επίπεδο υπηρεσιών του δηµόσιου τοµέα, η έλλειψη επαρκών επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις µπορούν να αξιοποιήσουν τις νέες αγορές που ανοίγονται είτε για πώληση των προϊόντων τους είτε για διενέργεια επενδύσεων. Παράλληλα, η χώρα µας µπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης ξένων επενδύσεων, ανάπτυξης επιχειρηµατικότητας σε δραστηριότητες που συντελούν στην αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης και στη διάχυση της τεχνολογίας. Ο τουρισµός και η ναυτιλία µπορούν να συνεχίζουν να διαδραµατίζουν ένα σηµαντικό ρόλο.
Η Ελλάδα έχει ήδη επωφεληθεί από την σταδιακή ολοκλήρωσή της στο διεθνές οικονοµικό σύστηµα. Ωστόσο µπορεί να κερδίσει ακόµη περισσότερα από το ταχύτερο «άνοιγµά» της οικονοµίας της. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιοι στρατηγικοί στόχοι που θα βοηθήσουν στην πιο άμεση και γρήγορη επίτευξη αυτού του «ανοίγματος». Συγκεκριμένα:
Ο στόχος αυτός είναι γενικός. Θα επιτευχθεί µέσα από τους στόχους και δράσεις βελτίωσης του επιχειρηµατικού περιβάλλοντος και της παραγωγικότητας καθώς και από τους ακόλουθους στόχους και δράσεις ενίσχυσης της εξωστρέφειας.
Για την ενίσχυση της εξωστρέφειας χρειάζεται όραµα, πολιτικές που να συναινούν οι κοινωνικοί εταίροι, και µηχανισµοί και εργαλεία εφαρµογής των πολιτικών.
Η χώρα µας βρίσκεται γεωγραφικά (location) σε ένα σηµείο από το οποίο µπορεί να παίξει ένα σηµαντικό ρόλο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Επιπλέον, όµως, θα πρέπει να διαθέτει µία συνεπή πολιτική αντιµετώπισης του ανταγωνισµού που θα προκύψει από την είσοδο των νέων δέκα µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η χώρα µας να γίνει η πρώτη επιλογή για επενδύσεις που αποσκοπούν στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της Ν.Α. Ευρώπης.
Στη σημερινή επόχή η Ελλάδα δεν προσφέρει πλέον το χαμηλό κόστος παραγωγής που έχουν οι αναπτυσσόμενες χώρες της περιοχής μας, ούτε και την εύκολη πρόσβαση στις μεγάλες αγορές της Δ. Ευρώπης που παρέχουν άλλες περιοχές, όπως η Βόρεια Ισπανία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία και η Σλοβακία. Επιπλέον, οι παραπάνω περιοχές είναι πολύ κοντά στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Ευρώπης και εξ αυτού επωφελούνται από τη διασπορά (diversification) των επενδύσεων των μεγάλων εταιριών, οι οποίες, όταν ιδρύουν βιομηχανικές μονάδες στο εξωτερικό, προσπαθούν να τις εγκαταστήσουν κοντά στις ήδη υπάρχουσες βιομηχανικές μονάδες στη μητρική τους χώρα.
Ένας ακόμη λόγος που κρατά μακρυά από την Ελλάδα τις ξένες επενδύσεις ευνοώντας τις άλλες στις Βαλκανικές χώρες, είναι η χαμηλή φορολογική επιβάρυνσή τους. Χαρακτηριστικά, στην περίπτωση της Ρουμανίας, υπάρχει ενιαίος φορολογικός συντελεστής της τάξης του 16%, αρκετά χαμηλότερα από την Ελλάδα, ενώ το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Βουλγαρίας, όπου ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις κατήλθε στο 10%, έναντι 19,5%.
Τέλος, παρατηρείται και μια έντονη μετεγκατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων σε χώρες της Βαλκανικής, και αυτό οφείλεται κυρίως στην προοπτική ένταξής των χωρών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήδη, η Ρουμανία και η Βουλγαρία αποτελούν τα δύο νέα κράτη μέλη της Ε.Ε. Για τις ελληνικές επιχειρήσεις η αγορά των χωρών της ΝΑ Ευρώπης θεωρείται ως «εσωτερική» τους αγορά, δεδομένης και της γεωγραφικής γειτνίασής τους.
Για το συγκεκριμένο ερώτημα, αν και έχουν δοθεί κάποιες ερμηνείες στην παραπάνω παράγραφο, δίνουν μια διαφορετική απάντηση δύο σημαντικοί άνθρωποι στο χώρο των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ο καθηγητής John H. Dunning, που θεωρείται από τους κορυφαίους ερευνητές στον τομέα των διεθνών άμεσων επενδύσεων και των πολυεθνικών επενδύσεων και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της KPMG Ελλάδος, κος Μάριος Τ. Κυριακού.
Ο καθηγητής John H. Dunning ρωτήθηκε για το σύγχρονο πρόβλημα της μειωμένης ζήτησης της Ελλάδας από τους ξένους επενδυτές και ταυτόχρονα ζητήθηκε η γνώμη του για το ποια πολιτικη πρέπει να ακολουθήσουν οι ιθύνοντες προκειμένου η Ελλάδα να προσελκύσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις και Πολυεθνικές Εταιρείες.
“Εν μέρει, αυτό είναι γεωγραφικό πρόβλημα. Στο πλαίσιο της Ευρώπης η Ελλάδα βρίσκεται στην περιφέρεια. Εν μέρει, επίσης, είναι θέμα πόρων, δυνατοτήτων και θεσμών. Στην πρόσφατα εκδοθείσα Έκθεση για τη Διεθνή Ανταγωνιστικότητα του World Economic Forum, η Ελλάδα κατατάσσεται 47η σε σύνολο 117 χωρών αλλά τελευταία μεταξύ των 25 ευρωπαϊκών χωρών. Σε ό,τι αφορά το δείκτη αποτελεσματικότητας για τις εισερχόμενες ΑΞΕ, η Ελλάδα κατετάγη ακόμη χαμηλότερα, 119η σε σύνολο 140 χωρών.”, αναφέρει ο καθήγητης Dunning.
Συνεχίζοντας τονίζει ότι: “Στην ερώτηση γιατί η Ελλάδα δεν είναι ελκυστική για τους ξένους επενδυτές, ομάδα μερικών χιλιάδων επιχειρηματικών στελεχών ανέφερε ως αιτίες την αναποτελεσματικότητα της κυβερνητικής γραφειοκρατίας, τις περιοριστικές εργασιακές ρυθμίσεις, την κεντρικά οργανωμένη οικονομική αστάθεια και την υπερτιμημένη αποτελεσματική συναλλαγματική ισοτιμία”. Όσον αφορά τις ελληνικές επιχειρήσεις αναφέρει ότι: “(…) οι ελληνικές επιχειρήσεις καλό θα ήταν να εμπλακούν σε συμμαχίες με ξένες επιχειρήσεις και να αυξήσουν τους πόρους και τις δυνατότητές τους με την είσοδό τους σε διεθνή δίκτυα σχετικών δραστηριοτήτων.”
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της KPMG Ελλάδος, κος Μάριος Τ. Κυριακού ρωτήθηκε για το γενικότερο επιχειρείν στην Ελλάδα και αν αυτό είναι πιο έυκολο ή δύσκολο σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
“Χωρίς αμφιβολία, το επιχειρείν στην Ελλάδα είναι δύσκολο. Ο τρόπος λειτουργίας μιας επιχείρησης στο εξωτερικό, είναι λιγότερο γραφειοκρατικός και διέπεται από νόμους και κανόνες που είναι πρακτικοί και ξεκάθαροι. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, υπάρχει φοβερή γραφειοκρατία, σε πολλές περιπτώσεις οι νόμοι εφαρμόζονται «κατά το δοκούν» από τους δημόσιους υπαλλήλους. Το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα πηγάζει από το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση φαίνεται να θεωρεί όλους τους πολίτες «ανέντιμους». Έτσι έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα κανόνων και απαιτήσεων με σκοπό να πιάσει όλους αυτούς τους «ανέντιμους». Αν το κράτος λειτουργούσε με τη λογική ότι οι πολίτες του είναι έντιμοι, τόσο η γραφειοκρατία, όσο και πάρα πολλές από τις καθυστερήσεις θα ελαττώνονταν σημαντικά.”, αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της KPMG και συνεχίζει εστιάζοντας στο ρόλο της εφορείας και των «γνωριμιών», “Βέβαια, από τις σημαντικότερες δυσκολίες του Έλληνα επιχειρηματία είναι η μεταχείρισή του από την εφορία (…). Τέλος, όσον αφορά τους σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας στο επιχειρείν, στην Ελλάδα, με λύπη μου σας λέω ότι –πέρα από τις δεξιότητες και πρακτικές τους επιχειρηματία και των συνεργατών του– οι «γνωριμίες και οι επαφές» είναι από τους πιο σημαντικούς”.